σκέβρωμα

σκέβρωμα
το, Ν
βλ. σκεύρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκέβρωμα — το, ατος 1. στράβωμα, κύρτωση, υγρασία. 2. καμπούριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα …   Dictionary of Greek

  • σκεύρωμα — και σκέβρωμα, το, Ν [σκευρώνω / σκεβρώνω] 1. η απώλεια τής ευθύτητας, τής οριζοντιότητας 2. μετατροπή στερεού σώματος από ίσιο σε στραβό υπό την επίδραση τής ξηρασίας ή τής υγρασίας 3. μτφ. κλίση προς τα εμπρός τής ράχης ανθρώπου ή ζώου, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”